ἀπρόσιτος — unapproachable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απρόσιτος — η, ο (AM ἀπρόσιτος, ον) [πρόσειμι] (κ. μτφ.) 1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον πλησιάσει, απλησίαστος, απροσπέλαστος 2. ακατόρθωτος, ανέφικτος … Dictionary of Greek
ἀπροσίτως — ἀπρόσιτος unapproachable adverbial ἀπρόσιτος unapproachable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρόσιτον — ἀπρόσιτος unapproachable masc/fem acc sg ἀπρόσιτος unapproachable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσίτοις — ἀπρόσιτος unapproachable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσίτου — ἀπρόσιτος unapproachable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσίτους — ἀπρόσιτος unapproachable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσίτων — ἀπρόσιτος unapproachable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσίτῳ — ἀπρόσιτος unapproachable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρόσιτα — ἀπρόσιτος unapproachable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)